- στροφωτός
- -ή,-όν A 0-0-1-0-0=1 Ez 41,24turning on pivots (of doors); neol.Cf. HAUSPIE 2001b, forthcoming
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
στροφωτός — ή, όν, Α [στροφοῡμαι] εφοδιασμένος με στρόφιγγες, με γιγγλύμους («τοῑς δυσὶ θυρώμασι τοῑς στροφωτοῑς», ΠΔ) … Dictionary of Greek
στροφωτοῖς — στροφωτός made with pivots masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)